Φοῖβος

Φοῖβος
Φοῑβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -ε)
1 bright one epith. of Apollo.

Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος O. 9.33

Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε P. 1.39

ἀκερσεκόμᾳ Φοίβῳ P. 3.14

τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.54

χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104

ΦοῖβεP. 9.40 (Πύθια)

ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9

τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων I. 1.7


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φοῖβος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῖβος — pure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • φοιβός — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ή, όν, Α βλ. Φοίβος …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δέλφης, Φοίβος — (Δελφοί Βοιωτίας 1909 – 1988). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή Γιώργου Κανέλλου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγραψε κυρίως ποιήματα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, ενώ άλλα έχουν συμπεριληφθεί… …   Dictionary of Greek

  • Феб — (Φοϊβος) один из эпитетов древнегреческого бога Аполлона, как божества света (φοίβος чистый, светлый, одного корня С φάος, эол. φαϋος из φάFος). См. Аполлон …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • φοῖβον — φοῖβος pure masc acc sg φοῖβος pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοῖβε — Φοῖβος pure masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοῖβε — φοῖβος pure masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοῖβοι — Φοῖβος pure masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”